πηγίον

πηγίον
τὸ, Α [πηγή]
το πηγίδιον*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κλινοπήγιον — κλινοπήγιον, τό (Α) εργαστήριο κατασκευής κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο πήγιον, ναυ πήγιον] …   Dictionary of Greek

  • παστοπήγιον — τὸ και παστοπηγία, ἡ, Μ ο νυφικός θάλαμος, ο νυμφώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (Ι) + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. κηρο πήγιον] …   Dictionary of Greek

  • σταυροπήγιο — το / σταυροπήγιον, ΝΜ η στερέωση σταυρού, που τόν έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του μσν. 1. το δικαίωμα τής αποστολής σταυροπηγίου 2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”